ιαγουάρος ή τζάγκουαρ — Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Το σώμα του, μήκους 1,50 2 μ., είναι ευκίνητο και ρωμαλέο, το τρίχωμά του έχει χρώμα ανοιχτό ή σκούρο ξανθό στη ράχη και στα πλευρά, λευκό στην άκρη του ρύγχους και στα κατώτερα άκρα, ενώ… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας … Dictionary of Greek
ιαγουάρος — και ιαγουάριος, ο ζωολ. εξελληνισμένη ονομασία τού αιλουροειδούς τζάγκουαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. αγγλ. jaguar < jaguara στη γλώσσα Τούπι] … Dictionary of Greek
ιαγουάρος — ο γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της Ν. Αμερικής, συγγενικό με τον πάνθηρα, το τζάγκουαρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)